- δίστομη
- η обоюдоострый нож
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διβολία — η (ΑΝ) [δίβολος] αρχ. 1. δίβολος χλαίνα 2. δίστομη λόγχη 3. είδος όπλου που χρησιμοποιούσαν οι Κίμβροι δόρυ όπου προσάρμοζαν αιχμή που απόληγε σε οξύ άκρο νεοελλ. μικρό έντομο … Dictionary of Greek
διβολίς — επίθ. (Μ) δίστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. διβολίς «δίστομη λόγχη» ως επίθ. Το διβολίς είναι άλλος τ. τού δίβολος] … Dictionary of Greek